- στιχισμός
- στιχισμόςnumbering of the linesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στιχισμός — ὁ, ΜΑ [στιχίζω] 1. διαίρεση κειμένου σε στίχους και αρίθμηση τους 2. τακτοποίηση, διευθέτηση, ταξινόμηση … Dictionary of Greek
στιχισμοῦ — στιχισμός numbering of the lines masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιχισμόν — στιχισμός numbering of the lines masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)